Η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει επεκταθεί τόσο, ώστε χρησιμοποιείται διαρκώς, σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις. Παλαιότερα για παράδειγμα, γινόταν λαπαροσκοπικά οι χειρουργικές επεμβάσεις για κύστη ωοθήκης, για υπογονιμότητα, κ.α. Τώρα γίνονται λαπαροσκοπικά ακόμη και υστερεκτομές, ή και μεγάλα χειρουργεία γυναικολογικού καρκίνου.

   Τα πλεονεκτήματα που προσφέρονται στην ασθενή είναι μεγάλα: Καταρχήν δεν γίνεται τομή στο δέρμα, παρά μόνο μικρές οπές, επομένως δεν υπάρχει ουλή. Επίσης, δεν υπάρχει μετεγχειρητικός πόνος. Η ασθενής μπορεί να σηκωθεί αμέσως μόλις περάσει η επίδραση της αναισθησίας. Τέλος μειώνεται κατά πολύ ο χρόνος νοσηλείας (σε μια-δυο μέρες η ασθενής επιστρέφει σπίτι).

Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων ονομάζεται HPV (Human Papilloma Virus). Υπάρχουν πάνω από 100 διαφορετικοί τύποι του ιού. Κάποιοι τύποι ευθύνονται για την εμφάνιση των κονδυλωμάτων (μοιάζουν με μικρές κρεατοελιές) στα γεννητικά όργανα του άνδρα και της γυναίκας, στην περιοχή του πρωκτού, στην περιοχή του στόματος και των χειλιών, και η μετάδοση γίνεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή. Η εμφάνιση, το μέγεθος και η έκταση της βλάβης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος του κάθε οργανισμού. Επειδή πρόκειται για ιό, δεν υπάρχει θεραπεία, παρά μόνο καταστροφή των βλαβών με διάφορους τρόπους και μέλημα είναι κυρίως η πρόληψη της μετάδοσης. Δυστυχώς εδώ το προφυλακτικό δεν προφυλάσσει τελείως, μόνο κατά 70% περίπου και εξαρτάται φυσικά κι από την εντόπιση των βλαβών. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ιός μπορεί να μείνει ανενεργός για πολλούς μήνες, έως και χρόνια μέχρι να κάνει την πρώτη του βλάβη στο σώμα.

   Άλλοι τύποι του ιού είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία δυσπλασίας στα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό, η οποία δυσπλασία, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να εξελιχθεί σε καρκίνο των παραπάνω οργάνων. Συγκεκριμένα ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, έχει βρεθεί ότι οφείλεται στην προσβολή από HPV σε ποσοστό τουλάχιστον 98%. Και εδώ, στην περίπτωση των ογκογόνων, όπως ονομάζονται τα στελέχη αυτά του ιού, δεν προφυλάσσει τελείως το προφυλακτικό. Επίσης ο ιός μπορεί να μένει ανενεργός για μήνες έως χρόνια. Η θεραπεία στοχεύει στην αφαίρεση ή στην καταστροφή με καυτηριασμό της πάσχουσας περιοχής, ενώ η πρόληψη της μετάδοσης είναι ο πρωταρχικός στόχος μας.

   Η πρόληψη γίνεται με τον εμβολιασμό σε ηλικία 11 - 15 ετών. Ο εμβολιασμός προφυλάσσει από την μετάδοση κάποιων στελεχών του ιού που προκαλούν κονδυλώματα και από τη μετάδοση κάποιων στελεχών που προκαλούν δυσπλασία και εν δυνάμει και καρκινογένεση. Δεν προστατεύει από όλα τα στελέχη του ιού.

   Όσον αφορά γυναίκες που έχουν ήδη προσβληθεί από τον ιό, στην περίπτωση των κονδυλωμάτων, γίνεται καταστροφή των βλαβών με φαρμακευτικό σκεύασμα, ή με καυτηριασμό. Στην περίπτωση προσβολής από τύπο του ιού που κάνει δυσπλασία (δηλ. ογκογόνο τύπο), η θεραπεία εξαρτάται από τη σοβαρότητα των βλαβών που έχει δημιουργήσει ο ιός. Σε ήπια βλάβη ενδείκνυται η συχνή παρακολούθηση με Παπ-τεστ και κολποσκόπηση με βιοψία. Σε σοβαρή βλάβη επιβάλλεται η αφαίρεση του ιστού, και αν πρόκειται συγκεκριμένα για τον τράχηλο της μήτρας, γίνεται αφαίρεση τμήματος του τραχήλου με loop, ή με κωνοειδή εκτομή.

   Άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό πρέπει να τροποποιήσουν και τις συνήθειές τους, ως εξής: Προτείνεται να διακόψουν το κάπνισμα, να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο διατροφής, να προτιμήσουν μεθόδους αντισύλληψης εκτός των αντισυλληπτικών δισκίων, κ.α. Άτομα που δεν ξέρουν αν έχουν τον ιό, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, προτείνεται η διενέργεια του γνωστού Παπ-τεστ κάθε χρόνο. Επίσης μπορεί να γίνει και το DNA –test, για να ανευρεθεί αν υπάρχει ο ιός στον οργανισμό, αλλά και ποιο στέλεχος του ιού είναι.

Για να χαρακτηριστεί ότι μια γυναίκα βρίσκεται πλέον στην εμμηνόπαυση, θα πρέπει να μην έχει έμμηνο ρύση ένα ολόκληρο έτος. Η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51-52 έτη, ενώ στις γυναίκες που καπνίζουν, η εμμηνόπαυση επέρχεται λίγο νωρίτερα.

   Το μεταβατικό στάδιο κοντά στην εμμηνόπαυση λέγεται προεμμηνόπαυση και σ’αυτό εκδηλώνονται συμπτώματα όπως εφιδρώσεις-εξάψεις και ανωμαλίες της περιόδου (η λεγόμενη κλιμακτήριος). Μπορεί να διαρκεί από μήνες, έως έτη.

   Εάν η εμμηνόπαυση συμβεί μεταξύ 30 και 40 ετών, τότε λέγεται πρόωρη εμμηνόπαυση. Ενώ αν υπάρχει αμηνόρροια πριν το 30ο έτος της ηλικίας, τότε θα πρέπει να διερευνηθεί, μεταξύ άλλων νόσων, και η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.

   Τα κυριότερα συμπτώματα που καλείται να αντιμετωπίσει μια γυναίκα στην προεμμηνόπαυση-εμμηνόπαυση είναι οι ξαφνικές εφιδρώσεις και εξάψεις, η κόπωση, η υπνηλία, οι κεφαλαλγίες, η απώλεια της συγκέντρωσης, η απώλεια της libido, οι διαταραχές του ύπνου, η μελαγχολία ή και η κατάθλιψη, η ευερεθιστότητα του χαρακτήρα, κ.α. Κατά την εμμηνόπαυση υπάρχει επιπλέον και πιο αυξημένος κίνδυνος για οστεοπόρωση και καρδιαγγειακά επεισόδια.

   Κατ’αρχήν, η γυναίκα παράγει τις ορμόνες της και έχει έμμηνο ρύση μέχρι την ηλικία των 50 περίπου. Από την ηλικία αυτή και μετά, κάποιες ορμόνες σχεδόν εξαλείφονται. Σε πρόωρη εμμηνόπαυση και σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η γυναίκα που δεν επιθυμεί να μείνει έγκυος, καλό θα είναι να ακολουθήσει μια θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, για να υπάρχουν στον οργανισμό τα απαραίτητα οιστρογόνα. Σε περίπτωση βέβαια που υπάρχει επιθυμία εγκυμοσύνης, η θεραπευτική προσέγγιση αλλάζει. Σε κλιμακτήριο - εμμηνόπαυση που συμβαίνει σε ηλικία 47 ετών και άνω, δεν προτείνεται η ορμονική υποκατάσταση, διότι ενοχοποιείται για την εμφάνιση νόσων, με πιο σοβαρές τα θρομβοεμβολικά επεισόδια (έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο), και τον καρκίνο του μαστού. Σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση τυχόν έντονων συμπτωμάτων, είναι διαφορετική.

   Σε κάθε περίπτωση, ο γυναικολόγος θα προτείνει την κατάλληλη θεραπεία ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι σοβαροί για την υγεία και να γίνει ομαλά κι ευχάριστα η μετάβαση της γυναίκας στο επόμενο στάδιο της ζωής της.

Τα διάφορα παθολογικά προβλήματα του μαστού, χωρίζονται σε καλοήθη και κακοήθη. 

   Από τις καλοήθεις παθήσεις, οι πιο συχνές είναι οι εξής: Φλεγμονές του μαστικού αδένα (μαστίτιδα), που συμβαίνει πιο συχνά σε θηλάζουσες μητέρες και πρέπει να ληφθεί φαρμακευτική αγωγή. Αν αυτή δεν έχει αποτέλεσμα και εξελιχθεί η κατάσταση σε απόστημα του μαστού, πρέπει να γίνει διάνοιξη του αποστήματος χειρουργικά.

   Οι ινοκυστικές αλλοιώσεις του μαστού, που μπορεί να είναι ογκίδια, κύστεις, ή και έκκριμα από τη θηλή. Σε αυτές τις αλλοιώσεις γίνεται βιοψία όταν πρόκειται για ογκίδιο που είναι μεγαλύτερο από δύο εκ., παρακέντηση δια λεπτής βελόνης όταν υπάρχει επίσης μεγαλύτερη των δύο εκ. κύστη (FNA μαστού), και κυτταρολογική εξέταση του υγρού που βγαίνει από τη θηλή.

   Τα καλοήθη ογκίδια. Τέτοια μπορεί να είναι το αδένωμα, το ινοαδένωμα, το λίπωμα, κ.α. Σε όλα αυτά πρέπει να γίνεται βιοψία όταν είναι πάνω από δύο εκ. ή μεγαλώνουν στις διαδοχικές μαστογραφίες.

   Τα κακοήθη προβλήματα του μαστού, αναφέρονται γενικά ως καρκίνος του μαστού. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει πολύ συχνός καρκίνος, που αφορά όχι μόνο μεγάλης ηλικίας γυναίκες, αλλά και νέες. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του καρκίνου του μαστού, κάποιοι από τους οποίους είναι οι εξής: 

   Το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών. Σε αυτές τις οικογένειες υπάρχει μετάλλαξη κάποιων γονιδίων μεταξύ άλλων και των BRCA1 ή BRCA2. Αυτές οι μεταλλάξεις κληρονομούνται και σε άλλα μέλη της οικογένειας, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών, στα άτομα της οικογένειας που έχουν τη μετάλλαξη.

   Άλλοι παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού, είναι: Το ιστορικό ακτινοβόλησης της περιοχής του θώρακα, η έκθεση σε ραδιενέργεια, το κάπνισμα, η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, κ.ά.

   Βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα για το πόσο σημαντικός είναι ο προληπτικός έλεγχος των μαστών σε μια γυναίκα. Τα πρωτόκολλα παρακολούθησης και ελέγχου των μαστών, αναλόγως του κινδύνου που εμφανίζει η κάθε γυναίκα, είναι ως εξής:  

 Ο προληπτικός έλεγχος των μαστών σε κάθε γυναίκα, πρέπει να γίνεται με ψηλάφηση αρχικά, από μικρή ηλικία, από την ίδια και από τον γυναικολόγο της. Αυτή η ψηλάφηση, για τις γυναίκες που δεν έχουν ιστορικό καρκίνου του μαστού στην οικογένεια, γίνεται κάθε χρόνο από τον γυναικολόγο (πιο συχνά βέβαια η γυναίκα κάνει την αυτοεξέτασή της στο σπίτι) και καλό είναι να ξεκινά από την ηλικία των 20 ετών. Η μαστογραφία αρχίζει στην ηλικία των 40 ετών για όλες τις γυναίκες που δεν έχουν ιστορικό και γίνεται μια φορά το χρόνο.

   Για τις γυναίκες που έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, η αυτοεξέταση καλό είναι να αρχίζει από τα 18 έτη, ο γυναικολόγος πάντα πρέπει να κάνει ψηλάφηση σε κάθε επίσκεψη της γυναίκας και η μαστογραφία ξεκινά από τα 30 και κάθε χρόνο, ή και πιο νωρίς, αναλόγως του μεγέθους του κινδύνου (αριθμός συγγενών που εμφάνισαν καρκίνο του μαστού, μεταλλάξεις γονιδίων, κλπ.).

Η σύγχρονη αντιμετώπιση της υπογονιμότητας σε ένα ζευγάρι γίνεται ξεκινώντας τη διερεύνηση ταυτόχρονα και στους δύο, αρχικά με ένα ιστορικό και με απλές εξετάσεις, κι αργότερα με πιο εξειδικευμένες, ανάλογα με το πού εντοπίζεται το πρόβλημα. 

   Καταρχήν η υπογονιμότητα ορίζεται ως η μη επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από ένα τουλάχιστον έτος προσπάθειας από το ζευγάρι. Μετά τη διερεύνηση, ανευρίσκεται η αιτία της υπογονιμότητας στο 80-85% περίπου των ζευγαριών. Αυτό σημαίνει πως σε ένα ποσοστό 15-20% περίπου δεν βρίσκεται αιτία, και η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται σαν ανεξήγητη. Αξίζει να αναφερθεί ότι όταν ο δείκτης μάζας σώματος είναι αυξημένος (υπάρχουν περιττά κιλά) είτε στον άνδρα, είτε στη γυναίκα, το ποσοστό να μείνει η γυναίκα έγκυος μειώνεται, καμιά φορά δραματικά. Επίσης οι «κακές» συνήθειες του ζευγαριού, όπως το κάπνισμα, η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, η κακή διατροφή, είτε του ενός, είτε του άλλου, μπορεί να επηρεάσουν επίσης τη γονιμότητα.

   Αρχικά καταγράφεται το ιστορικό. Πρέπει να δοθεί ο κατάλληλος χρόνος για να ρωτήσει ο γιατρός όλα όσα ενδιαφέρουν και μπορεί να επηρεάζουν τη γονιμότητα. Πιο συγκεκριμένα, από τη γυναίκα αναζητείται το ιστορικό έμμηνης ρύσης (αν είναι τακτική ή άστατη), το μαιευτικό της ιστορικό (αν έχει μείνει ποτέ έγκυος, αν υπήρξε αποβολή, έκτρωση και με ποιο τρόπο), αν υπέφερε από χρόνιες κολπίτιδες, αν έχει γίνει κάποια επέμβαση στη μήτρα και γιατί, γενικά χειρουργικές επεμβάσεις που έχουν γίνει στην κοιλιακή χώρα, αν υπήρξε ποτέ πυελική φλεγμονή, σαλπιγγίτιδα, οι περιπτώσεις φυσικά πρόωρης εμμηνόπαυσης ή πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας θα πρέπει να διερευνηθούν, τέλος από το παθολογικό ιστορικό μας ενδιαφέρουν τα χρόνια νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, διάφορα άλλα αυτοάνοσα), ο σακχαρώδης διαβήτης, παθήσεις του θυρεοειδούς, η υπερπρολακτιναιμία, γενετικά νοσήματα, κ.α.

   Όσον αφορά τον άνδρα, ενδιαφέρει το ιστορικό χειρουργικής επέμβασης στην περιοχή των γεννητικών οργάνων από βρέφος (βουβωνοκήλη, κρυψορχία) και αργότερα (χειρουργηθείσα κιρσοκήλη), η προσβολή από παρωτίτιδα σε παιδική ηλικία, τυχόν τραυματισμός των όρχεων, προστατίτιδα, επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος, λοίμωξη το τελευταίο εξάμηνο με υψηλό πυρετό, χρόνια νοσήματα, λήψη ορισμένων φαρμάκων, γενετικά νοσήματα.

   Δεύτερη προσέγγιση είναι η διενέργεια απλών εξετάσεων. Ο άνδρας θα πρέπει να κάνει τουλάχιστον δύο αναλύσεις σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα), οι οποίες πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρεις μήνες. Η γυναίκα θα πρέπει να εξεταστεί με υπερηχογράφημα αρχικά, για τη διαπίστωση ανατομικής αρτιότητας των γεννητικών της οργάνων (μήτρα, ωοθήκες) και κατόπιν εξετάζεται η διαβατότητα των σαλπίγγων με σαλπιγγογραφία.

   Αν δεν βρεθεί η αιτία της υπογονιμότητας με αυτές τις εξετάσεις στη γυναίκα, ελέγχεται κατόπιν η ενδομήτρια κοιλότητα με κάμερα, η γνωστή μέθοδος της υστεροσκόπησης, που απαιτεί χειρουργική αίθουσα νοσοκομείου ή κλινικής και μικρή νάρκωση (μέθη). Αν και πάλι δεν έχουμε αιτία της υπογονιμότητας, το επόμενο βήμα είναι η λαπαροσκόπηση, όπου θα ερευνηθούν τα έσω γεννητικά όργανα και η κοιλιακή κοιλότητα για ύπαρξη συμφύσεων, ενδομητρίωσης, κ.α.

   Αναλόγως με την αιτία της υπογονιμότητας, προτείνεται και η ενδεδειγμένη λύση στο ζευγάρι. Λαμβάνεται επίσης υπόψη το παθολογικό ιστορικό του καθενός αναλογικά με τις παρενέργειες και τους κινδύνους της κάθε μεθόδου. Μπορεί να γίνει απλή πρόκληση ωοθυλακιορηξίας, ή σε συνδυασμό με σπερματέγχυση, εξωσωματική γονιμοποίηση με ωάριο και σπερματοζωάριο από τους ίδιους ή από δότες, ή να χρησιμοποιηθεί παρένθετη μητέρα.

X

Right Click

No right click