Οι φλεγμονές του κόλπου και του αιδοίου αποτελούν συχνό ιατρικό πρόβλημα, που αναστατώνουν την καθημερινότητα της γυναίκας, καθώς αυτή καλείται να αντιμετωπίσει πολλά και δυσάρεστα συμπτώματα. Οι αιδοιοκολπίτιδες επίσης, προκαλούν ανησυχία στη γυναίκα για το «τι έχει» ή «τι κόλλησε», εάν θα γίνει χειρότερο, εάν θα προκληθούν συνέπειες στο γεννητικό της σύστημα, κλπ.

   Οι αιδοιοκολπίτιδες μπορεί να εμφανιστούν με διάφορα συμπτώματα, αναλόγως της αιτίας που τις προκαλεί, και είναι πολλές φορές ανεπαίσθητα, ενώ καμιά φορά έντονα και βασανιστικά. Κάποια από αυτά, είναι τα εξής: Κνησμός (φαγούρα), πόνος της περιοχής, αίσθημα καύσου (τσούξιμο), πόνος και δυσκολία κατά την ούρηση, ξηρότητα, πόνος κατά τη σεξουαλική πράξη, ερυθρότητα (κοκκίνισμα) της περιοχής ή οίδημα αυτής (πρήξιμο), οσμή, ή και απλά έκκριση λίγο μεγαλύτερης ποσότητας υγρών.

   Τα πιο συχνά παθογόνα αίτια των κολπίτιδων που ανευρίσκονται στις καλλιέργειες, είναι: Μύκητες, E-coli (κολοβακτηρίδιο), διάφορα εντεροβακτηριοειδή, στρεπτόκοκκος, Gardnerella vaginalis, τριχομονάδα, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, χλαμύδια, ενώ κάποια λιγότερο συχνά είναι η ψευδομονάδα, ο πρωτέας, κλπ. Από αυτά, το ουρεόπλασμα και το μυκόπλασμα είναι συχνά επίμονα και ίσως να χρειάζονται παραπάνω από μία απανωτές θεραπείες για να θεραπευθούν. Η θεραπεία σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και εξαρτάται από το αίτιο που προκάλεσε τη φλεγμονή. Κάποια από τα παραπάνω μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας με ενδεχόμενες συνέπειες. Επίσης κάποια από αυτά, υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσουν σοβαρές καταστάσεις σε περίπτωση που υπάρχει εγκυμοσύνη και καλό είναι να αντιμετωπίζονται πριν μια γυναίκα μείνει έγκυος.  

   Τα αίτια μιας κολπίτιδας μπορεί να είναι είτε η μετάδοση από άλλο άτομο σεξουαλικώς ή από τουαλέτες ( συνήθως δημόσιες) κάποιου παθογόνου οργανισμού, είτε η ανάπτυξη λόγω διαταραχής της κολπικής χλωρίδας, της φυσικής άμυνας δηλαδή του κόλπου. Η διατάραξη και η αλλαγή της κολπικής χλωρίδας μπορεί να συμβεί σε παθολογικές καταστάσεις του οργανισμού, όπως κάποια απλή ίωση ή φλεγμονή, Σακχαρώδη Διαβήτη, Αυτοάνοσα νοσήματα, νεφρικές ή ηπατικές νόσους, άγχος – στρες, κούραση, κακή διατροφή, κλπ. Επίσης μπορεί να συμβεί σε περίπτωση κακής υγιεινής της περιοχής, ή από υπερβολική «καθαριότητα» της περιοχής, με συχνές πλύσεις με αντισηπτικά ή μη συμβατά καθαριστικά, ή και κολπικές πλύσεις.  

   Κάθε γυναίκα που αισθάνεται ότι άλλαξε κάτι στη γεννητική της περιοχή, καλό θα είναι να προσφεύγει στον Γυναικολόγο της και να γίνεται καλλιέργεια κολπικών υγρών, για να βρεθεί το αίτιο που προκάλεσε την αιδοιοκολπίτιδα. Έτσι, αναλόγως της αιτίας, θα πάρει και την κατάλληλη θεραπεία και η ίδια, αλλά και ο σύντροφος, για να μην υπάρχει συνεχής μετάδοση από τον έναν στον άλλο. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί, ότι πολλοί από τους παθογόνους μικροοργανισμούς που προκαλούν κολπίτιδα, μπορούν να μεταδοθούν ακόμη κι όταν ένα ζευγάρι χρησιμοποιεί προφυλακτικό, κυρίως βέβαια όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά.  

   Συχνή εξέλιξη μιας αιδοιοκολπίτιδας, συνήθως όταν δεν αντιμετωπίζεται σωστά, είναι η τραχηλίτιδα και διακρίνεται σε οξεία και χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση, συμπτώματα που μπορεί να έχει μια γυναίκα είναι οι αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, ο πόνος χαμηλά στην κοιλιά κατά την επαφή, η ροή αίματος κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά τη σεξουαλική επαφή (μικρής ή και πιο μεγάλης ποσότητας), κλπ. Η διάγνωση γίνεται κατ’ αρχήν με την επισκόπηση του τραχήλου από το Γυναικολόγο, ο οποίος στη συνέχεια θα κάνει λήψη υγρών για καλλιέργεια. Η θεραπεία και εδώ δίνεται ανάλογα με το αποτέλεσμα.  

   Σε επίμονες και σε χρόνιες τραχηλίτιδες, η θεραπεία μπορεί να παραταθεί, ή και να γίνουν παραπάνω κύκλοι θεραπείας, ενώ δεν είναι και σπάνια η ανάγκη για καυτηριασμό του τραχήλου. Ο λόγος που πρέπει να δίνεται τόση προσοχή στη διάγνωση και θεραπεία, είναι γιατί υπάρχουν επιπλοκές, κυρίως της χρόνιας τραχηλίτιδας, στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας και στη γονιμότητά της. Το συχνότερο λάθος που γίνεται πολλές φορές από τις γυναίκες, είναι να παίρνουν μόνες τους κάποιες τοπικές θεραπείες με κολπικές κρέμες ή υπόθετα, που συνήθως αυτά βελτιώνουν τα συμπτώματα, αλλά πολύ σπάνια θεραπεύουν το αίτιο της κολπίτιδας – τραχηλίτιδας. Το αποτέλεσμα είναι να εξακολουθεί να υπάρχει ο παθογόνος οργανισμός στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας, χωρίς τόσο έντονα συμπτώματα πια ώστε να γίνεται αντιληπτός, ενώ μπορεί να προκαλέσει τις γνωστές συνέπειες και επιπλοκές.  

Οι πολύποδες είναι συχνοί καλοήθεις όγκοι του γυναικείου γεννητικού συστήματος. Εμφανίζονται πιο συχνά σε ηλικίες 35-60 ετών και τα σημεία εντόπισής τους είναι ο τράχηλος της μήτρας και το ενδομήτριο. Τα συμπτώματα που εγείρουν την υποψία ύπαρξης πολύποδα είναι οι αιμορραγίες, είτε κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, είτε στα μεσοδιαστήματα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, ένας πολύποδας δεν δημιουργεί κάποιο σύμπτωμα.

   Η πιο σημαντική επιπλοκή ενός πολύποδα είναι η μικρή, αλλά δυστυχώς υπαρκτή πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής σε καρκίνο. Επίσης σε περίπτωση εγκυμοσύνης, υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί αποβολή του εμβρύου, ενώ όταν ένα ζευγάρι επιθυμεί και βρίσκεται σε προσπάθεια για τεκνοποίηση, ένας πολύποδας μπορεί να εμποδίζει τη σύλληψη.

   Η διάγνωση γίνεται με υπερηχογράφημα, είτε μετά από επίσκεψη στον Γυναικολόγο λόγω συμπτωμάτων, είτε τυχαία, στο πλαίσιο του ετήσιου γυναικολογικού ελέγχου. Η αφαίρεση των πολυπόδων γίνεται εύκολα, με την επεμβατική μέθοδο της υστεροσκόπησης ή της απλής απόξεσης για τους ενδομήτριους, και της αφαίρεσης και του καυτηριασμού για τους τραχηλικούς πολύποδες.

Κατά τη φυσιολογική λειτουργία των ωοθηκών, που είναι πρώτον: η παραγωγή των θηλυκών ορμονών και δεύτερον: η ωρίμανση του ωαρίου κάθε μήνα και η ωοθυλακιορρηξία, σχηματίζονται μικρές κύστεις στις ωοθήκες (έως 3 εκατοστά), οι οποίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται κυκλικά, αναλόγως την ημέρα του κύκλου. Αυτές είναι οι λεγόμενες λειτουργικές κύστεις των ωοθηκών, είναι απολύτως φυσιολογικές και δεν χρήζουν καμίας παρέμβασης.

   Εάν μια γυναίκα εμφανίσει κύστη στις ωοθήκες, η οποία είναι είτε μεγαλύτερη του φυσιολογικού, είτε επιμένει, θα πρέπει αρχικώς να την παρακολουθήσει για κάποιο καθορισμένο διάστημα και κατόπιν να παρέμβει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τέτοιες κύστεις εξαφανίζονται μετά από έναν ή δύο κύκλους (περιόδους), καλό θα είναι βέβαια να επιβεβαιώνεται αυτό από το Γυναικολόγο, με τη βοήθεια του κολπικού υπερηχογραφήματος. Σε περίπτωση που μια κύστη επιμένει ή και μεγαλώνει, πρέπει να γίνεται θεραπεία. 

   Μερικά είδη κύστεων ωοθηκών που απαντώνται συχνά είναι τα εξής: 

   Απλές ορώδεις κύστεις, των οποίων το περιεχόμενο είναι διαυγές υγρό.

   Βλεννώδεις κύστεις.

   Δερμοειδείς κύστεις, με ρυπαρό περιεχόμενο.

   Ενδομητριωσικές κύστεις, ή ενδομητριώματα, ή σοκολατοειδείς κύστεις.

   Κακοήθεις κύστεις (καρκίνος των ωοθηκών).

   Από τα παραπάνω είδη, πολλές χρήζουν χειρουργικής επέμβασης.

   Κάποια από τα συμπτώματα που μπορεί να δημιουργήσουν τέτοιες κύστεις, είναι: πόνος ή μικρά τσιμπήματα στην κοιλιά, πόνος στην περίοδο ( είτε λίγο πριν την περίοδο, είτε λίγο μετά, ή και κατά τη διάρκεια), καθυστέρηση, μετεωρισμός, αίσθηση πρηξίματος στην κοιλιά, κ.α. Πολλές φορές βέβαια δεν δίνουν κανένα σύμπτωμα και ανακαλύπτονται τυχαία κατά τον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο, με το υπερηχογράφημα.

Η παρουσία ινομυωμάτων στη μήτρα είναι αρκετά συχνή, κυρίως στην τρίτη με τέταρτη δεκαετία της ζωής της γυναίκας. 

Η ακράτεια ούρων στη γυναίκα, είναι πολύ συχνή, ταλαιπωρώντας κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί τον κανόνα. Δεν αποκλείεται δηλαδή, να παρατηρείται ακράτεια ούρων και σε νέες γυναίκες. 

   Η ακράτεια ούρων μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες και τα συμπτώματα που παρουσιάζονται, είναι ανάλογα. Για παράδειγμα, μια μορφή ακράτειας είναι η ακράτεια από προσπάθεια: η γυναίκα δηλαδή χάνει ούρα στον βήχα, στο φτέρνισμα, στο απότομο κάθισμα, σε σήκωμα βάρους, κλπ. Η αιτία αυτού του είδους της ακράτειας είναι η ανεπάρκεια του σφιγκτήρα της ουρήθρας, ή και η χαλάρωση των δομών που στηρίζουν την ουροδόχο κύστη (μύες, σύνδεσμοι, κόλπος), όπως και η πρόπτωση των γεννητικών οργάνων (μήτρα, κόλπος).

   Η επιτακτική ακράτεια, είναι μια μορφή ακράτειας, όπου πριν την απώλεια ούρων, προηγείται ξαφνική και έντονη έπειξη προς ούρηση. Η αιτία σε αυτή την περίπτωση είναι η υπερδραστηριότητα της ουροδόχου κύστης και φυσικά πρέπει να αποκλειστούν τυχόν νευρολογικά αίτια της ακράτειας αυτής. 

   Η ακράτεια από υπερπλήρωση, οφείλεται σε υποτονία της ουροδόχου κύστης. Τα συμπτώματα που προκαλεί η μορφή αυτή είναι: αργή κένωση της ουροδόχου κύστης, υπόλειμμα ούρων μέσα στην κύστη μετά την ούρηση, επανειλημμένες ουρολοιμώξεις, ακράτεια. 

   Άλλες αιτίες της ακράτειας, που πρέπει να αναζητούνται και να διαγιγνώσκονται, είναι οι ουρολοιμώξεις, τα εκκολπώματα ουρήθρας, τα συρίγγια, η λήψη ορισμένων φαρμάκων, νευρολογικά αίτια, κλπ.

   Η θεραπεία προσαρμόζεται ανάλογα με την αιτία. Σε ήπιες περιπτώσεις, συστήνεται μια σειρά ασκήσεων των πυελικών μυών, οι λεγόμενες ασκήσεις Kegel. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι μόνο φαρμακευτική, ή να χρειάζεται χειρουργική επέμβαση. Οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι διόρθωση της κυστεοκήλης αν υπάρχει, ανάταξη και στήριξη ή αφαίρεση των γεννητικών οργάνων και στήριξη του κολπικού κολοβώματος, τοποθέτηση ταινίας ελεύθερης τάσης, κ.α.

X

Right Click

No right click