Οι ενδείξεις για να γεννήσει μια γυναίκα με καισαρική τομή, είναι καθορισμένες και συγκεκριμένες, σύμφωνα με πρωτόκολλα. 

   Καταρχήν οι απόλυτες ενδείξεις, όπου η καισαρική πρέπει να γίνει άμεσα, είναι οι καταστάσεις μαιευτικού επείγοντος: Αιμορραγία, αποκόλληση πλακούντα, προεκλαμψία-εκλαμψία, οι αλλοιώσεις των παλμών του εμβρύου, η πρόπτωση του ομφαλίου λώρου, κλπ.

   Επίσης, ενδείξεις για καισαρική, είναι οι διάφορες «άσχημες» θέσεις και προβολές του εμβρύου, που κάνουν επικίνδυνη την απόπειρα για φυσιολογικό τοκετό, όπως η ισχιακή προβολή (ιδίως σε πρωτοτόκο), η οπισθία θέση σε γυναίκα με στενή πύελο, (ανδροειδούς τύπου), η προσωπική προβολή, το εγκάρσιο σχήμα, οποιαδήποτε μορφή δυστοκίας που προκαλεί αδυναμία εξέλιξης τοκετού, (όπως για παράδειγμα η αδυναμία διαστολής του τραχήλου ή η αδυναμία προώθησης του εμβρύου στην πύελο).

   Από τη μεριά της μητέρας, διάφορα παθολογικά προβλήματα ορίζουν την καισαρική τομή σαν επιλογή.

   Η προηγηθείσα καισαρική και η προηγούμενη ινομυωματεκτομή, αποτελούν πια σχετικές ενδείξεις καισαρικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, ο φυσιολογικός τοκετός γίνεται υπό προϋποθέσεις.

Η εμφάνιση αίματος κατά τη διάρκεια της κύησης, είναι πάντα κάτι που τρομοκρατεί τη γυναίκα. Η αιτία μιας αιμορραγίας, αναλόγως σε πιο τρίμηνο της κύησης συμβαίνει, είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση. Ανάλογη είναι και η επίπτωση που αυτή έχει, στο έμβρυο και στη μητέρα. 

   Στα πρώτα στάδια της κύησης, μέχρι τη 10η – 12η εβδομάδα, μια αιμορραγία μπορεί να οφείλεται στην εμφύτευση του εμβρύου, στο σχηματισμό του πλακούντα, σε μικρή αποκόλληση του πλακούντα, σε επερχόμενη αποβολή, ή και σε κάτι που δεν έχει να κάνει με την κύηση, για παράδειγμα σε τραχηλίτιδα, πολύποδα τραχήλου, ή και δυσπλασία του τραχήλου. Ο γυναικολόγος θα διαγνώσει την αιτία της αιμορραγίας και θα συστήσει την κατάλληλη αγωγή.

   Σε προχωρημένη κύηση, 2ου – 3ου τριμήνου, μια αιμορραγία μπορεί να καταστεί επικίνδυνη για το έμβρυο, αλλά και για τη μητέρα. Η αιτία της αιμορραγίας σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να είναι η αποκόλληση του πλακούντα, ο προδρομικός πλακούντας (χαμηλός κοντά στον τράχηλο), ο επιπωματικός πλακούντας, κ.α. Μπορεί επίσης το αίτιο να μην αφορά την κύηση, όπως για παράδειγμα οι αιμορροΐδες, η τραχηλίτιδα, δυσπλασίες ή πολύποδες τραχήλου, οι κιρσοί του κόλπου ή του αιδοίου, κλπ. Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας αιμορραγίας σε προχωρημένη κύηση πρέπει να είναι αμεσότατη και επείγουσα.

Πριν μια γυναίκα μείνει έγκυος, καλό είναι να διαλέγει και να επισκέπτεται τον Γυναικολόγο που της εμπνέει σιγουριά και εμπιστοσύνη, ο οποίος και θα είναι δίπλα της σε οτιδήποτε χρειαστεί και θα την παρακολουθήσει μέχρι τον τοκετό.

    Καλό θα είναι, πριν την εγκυμοσύνη, να γίνει τεστ-Παπ και καλλιέργεια κολπικών υγρών και να γίνεται θεραπεία και στους δυο συντρόφους, αν υπάρχει κολπίτιδα. Επίσης πρέπει να γίνει κολπικός υπέρηχος, για τυχόν προβλήματα της μήτρας και των ωοθηκών.

   Αφού το τεστ κύησης βγει θετικό, και μετά από επτά με δέκα μέρες καθυστέρησης, μια εγκυμοσύνη αρχίζει και φαίνεται στον κολπικό υπέρηχο. Τότε λοιπόν αρχίζουν και οι επισκέψεις στο Γυναικολόγο, ώστε να επιβεβαιωθούν τα εξής: Πρώτον, ότι πρόκειται σίγουρα για εγκυμοσύνη, διότι πολλές παθολογικές καταστάσεις μπορεί να επιφέρουν καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση. Δεύτερον, πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για ενδομήτρια κύηση κι όχι για εξωμήτριο. Τρίτον, να προσδιορισθεί ο αριθμός των εμβρύων. Τέταρτον να ανιχνευθεί καρδιακή λειτουργία του εμβρύου ή των εμβρύων και τέλος να υπολογισθεί επακριβώς η ηλικία της κύησης με ακρίβεια ημερών (σημαντικό βήμα, για να καθορισθεί η ημερομηνία τοκετού και το πότε η γυναίκα μπαίνει πιθανώς σε παράταση, μέχρι πότε δηλαδή είναι ασφαλές να περιμένει κανείς τον τοκετό). Επίσης θα δοθεί και ο προγεννητικός έλεγχος (μια σειρά από εξετάσεις αίματος) της μητέρας. Τέλος, συνταγογραφείται φυλλικό οξύ και σκευάσματα σιδήρου, τα οποία λαμβάνει η γυναίκα καθ΄όλη τη διάρκεια της κύησης.

   Στο πρώτο τρίμηνο, οι επισκέψεις στο Γυναικολόγο είναι πιο συχνές και γίνεται πάντα κολπικός υπέρηχος, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη ευκρίνεια και μπορεί να απεικονισθεί με λεπτομέρειες το έμβρυο, (που ακόμη είναι πολύ μικρό) και ο σάκος του.

   Μεταξύ 11ης και 14ης εβδομάδας, συνήθως στη 12η, γίνεται το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας, το οποίο σε συνδυασμό με άλλους υπερηχογραφικούς δείκτες και βιοχημικούς δείκτες από το αίμα της μητέρας, ανιχνεύει χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Εάν υπάρχει ένδειξη από αυτόν τον έλεγχο, διενεργείται η εξέταση τροφοβλάστης την 11η-12η εβδομάδα, ή η αμνιοπαρακέντηση μετά τη 16η εβδομάδα.

   Από αυτή την εβδομάδα και μετά, τα υπερηχογραφήματα γίνονται κάθε τρεις με τέσσερις εβδομάδες, όπου παρακολουθείται από το Γυναικολόγο η ανάπτυξη και το βάρος του εμβρύου, το αμνιακό υγρό και ο πλακούντας και αξιολογούνται οι εξετάσεις αίματος και ούρων που κάνει η μητέρα κάθε μήνα. Επίσης η μητέρα αρχίζει να λαμβάνει και ασβέστιο, από την 16η εβδομάδα και μετά.

   Στην 23η με 24η εβδομάδα, συνήθως στην 22η, γίνεται το υπερηχογράφημα β-επιπέδου, όπου ελέγχεται η ανατομία όλων των συστημάτων του εμβρύου, του κρανίου, του προσώπου, των άκρων, κλπ. Επίσης ελέγχεται το μήκος του τραχήλου και γίνεται Doppler μητριαίων αρτηριών.

   Στην 26η - 28η εβδομάδα γίνεται η καμπύλη σακχάρου από τη μητέρα, μια εξέταση που δείχνει εάν κινδυνεύει να αναπτύξει σακχαρώδη διαβήτη κύησης και αν χρειάζεται να προσέξει τη διατροφή της ιδιαιτέρως, ή αν χρήζει ακόμη και θεραπεία. Σε περίπτωση ιστορικού, η καμπύλη σακχάρου γίνεται νωρίτερα στην κύηση.

   Στις 32 εβδομάδες κύησης, εκτός του απλού υπερηχογραφήματος, καλό είναι να γίνει Doppler των αγγείων του ομφαλίου λώρου και του εμβρύου.

   Από τις 36 εβδομάδες και μετά ο έλεγχος πρέπει να γίνεται κάθε εβδομάδα και αυτός περιλαμβάνει, εκτός του καθιερωμένου υπερηχογραφήματος, και το καρδιοτοκογράφημα, όπου εκτιμάται από το Γυναικολόγο το Βιοφυσικό Προφίλ του εμβρύου, δηλαδή η καλή κατάσταση του εμβρύου μέσα στη μήτρα. Επίσης γίνεται καλλιέργεια κολπικών υγρών. Σε περίπτωση κολπίτιδας πρέπει να γίνεται θεραπεία.

   Η διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι 40 εβδομάδες και μετράται από την πρώτη ημέρα της τελευταίας εμμήνου ρύσεως.

   Η πλειοψηφία των αποβολών συμβαίνει στις πρώτες 12 εβδομάδες της κύησης. Σημεία που εμπνέουν ανησυχία για πιθανή επερχόμενη αποβολή, είναι η κολπική αιμορραγία και ο πόνος στην κοιλιακή χώρα. Αποβολή βέβαια δεν επέρχεται κάθε φορά που θα συμβεί αιμορραγία ή πόνος στην κοιλιά της μητέρας. Οι αιτίες που οδηγούν σε αποβολή του εμβρύου, μπορούν να ταξινομηθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: εμβρυικά αίτια, (δηλαδή προβλήματα του νεοσχηματιζόμενου οργανισμού) και μητρικά αίτια, (προβλήματα και νοσηρές καταστάσεις του οργανισμού της μητέρας).

   Πιο συγκεκριμένα, τα εμβρυικά προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή, είναι κυρίως οι χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, οι γονιδιακές μεταλλάξεις, ακόμη και οι μορφολογικές ανωμαλίες του εμβρύου. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι όλα αυτά τα «λάθη» στην ανάπτυξη του εμβρύου, δεν καταλήγουν πάντα σε αποβολή. Ευθύνονται όμως για τις περισσότερες αποβολές σε μικρή εβδομάδα της κύησης (έως τη 12η).

   Όσον αφορά τα μητρικά αίτια αποβολών, είναι πολυπληθέστερα μεν, αλλά πιο σπάνια δε. Για παράδειγμα: διάφορες ανωμαλίες της μήτρας μπορεί να προκαλέσουν αποβολή, (δίκερη - μονόκερη ή και διθάλαμος μήτρα, παλαιότερη χειρουργική επέμβαση στη μήτρα, (όπως αποκατάσταση σε περίπτωση ανατομικού προβλήματος), τα ινομυώματα, οι πολύποδες ενδομητρίου, η ανεπάρκεια του τραχηλικού στομίου, και άλλα πολλά).

   Επίσης, διάφορες λοιμώξεις, σε μερικές περιπτώσεις, μπορούν να προκαλέσουν αποβολή του εμβρύου: Τοξοπλάσμωση, ερυθρά, παρβοϊός, μεγαλοκυτταροϊός, ερπητοϊός, σύφιλη, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, χλαμύδια, AIDS, κ.α.

   Χρόνιες νόσοι της μητέρας με αυξημένες πιθανότητες αποβολών είναι η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακά νοσήματα, αναπνευστικές νόσοι, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα.

   Αρκετά συχνή νοσολογία στις μέρες μας, (συχνή λόγω της βελτιστοποίησης της διάγνωσής της), που οδηγεί σε αποβολές, είναι η θρομβοφιλία. Η θρομβοφιλία θα πρέπει να αναζητάται σαν αιτία, όταν υπάρχουν 2 και παραπάνω συνεχόμενες αποβολές (οι λεγόμενες καθ΄έξιν αποβολές). Είναι εύκολο να ανευρεθεί, με ειδικές βέβαια εξετάσεις αίματος. Η τροποποίηση της τάσης του οργανισμού για θρόμβους, ούτως ώστε να επιτευχθεί και να ολοκληρωθεί η πολυπόθητη εγκυμοσύνη, είναι επίσης απλή, με φαρμακευτική αγωγή σε όλη σχεδόν την κύηση.

Πρόωρος τοκετός

Ως πρόωρος τοκετός, ορίζεται ο τοκετός που συμβαίνει πριν τις 37 εβδομάδες της κύησης. Τα πιθανά προβλήματα που προκαλούνται στο πρόωρο νεογνό, εξαρτώνται από την εβδομάδα της κύησης που θα γίνει ο τοκετός. Όσο πιο νωρίς στην κύηση συμβεί αυτό, οι πιθανότητες για ένα απόλυτα υγιές μωρό, δυστυχώς μειώνονται. Οι διαταραχές που μπορεί να εμφανίσουν τα πρόωρα νεογνά, αφορούν την κινητικότητά τους, την όραση, την ακοή τους, ή τη νοητική τους λειτουργία.

   Τα αίτια που μπορούν να προκαλέσουν έναν πρόωρο τοκετό, είναι πολλά, τα πιο ενδεικτικά, είναι τα εξής: 

• Η πολύδυμη κύηση, (δίδυμη, τρίδυμη).

• Οι αιμορραγίες ποικίλου βαθμού κατά τη διάρκεια της κύησης.

• Οι λοιμώξεις της μητέρας (ουροποιητικού, αναπνευστικού συστήματος), και οι ενδομήτριες λοιμώξεις.

• Χρόνιες παθήσεις της μητέρας, όπως σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική ανεπάρκεια, υπέρταση, κλπ.

• Χειρουργικές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της κύησης.

• Το κάπνισμα και η χρήση ναρκωτικών ουσιών. 

• Οι κολπίτιδες.

   Το μέλημα του γυναικολόγου επικεντρώνεται στην πρόληψη του πρόωρου τοκετού, για την όσο το δυνατόν καλύτερη αποφυγή της γέννησης νεογνών με αυξημένες πιθανότητες νόσησης. Η διάγνωση του πρόωρου τοκετού γίνεται με την αναγνώριση και καταγραφή συσπάσεων του μυομητρίου, οι οποίες συσπάσεις είναι τακτικές και ικανής έντασης, ώστε να προκαλέσουν διαστολή του τραχήλου. Για να προληφθεί η διαστολή λοιπόν, η γυναίκα πρέπει να αρχίσει φαρμακευτική αγωγή και να περιορίσει τη δραστηριότητά της. Αν υπάρχει λοίμωξη ή κολπίτιδα, θα πρέπει στην αγωγή να προστεθούν και αντιβιοτικά. Η φαρμακευτική αγωγή, η λεγόμενη τοκόλυση, περιλαμβάνει φάρμακα που καταστέλλουν τη δραστηριότητα του μυομητρίου και με αυτό τον τρόπο σταματούν τις συσπάσεις. Η χορήγηση επίσης κορτιζόνης, βοηθά το νεογνό να έχει καλύτερη ανάνηψη, σε περίπτωση που τελικά γεννηθεί πρόωρα. Ένα ακόμη όπλο στη μάχη κατά του πρόωρου τοκετού, είναι και η περίδεση τραχήλου. Αυτή γίνεται σε περίπτωση που υπάρχει ήδη διαστολή, ως τελευταίο μέσο διάσωσης του εμβρύου, ή χρησιμοποιείται προφυλακτικά σε εγκύους που είχαν ιστορικό πρόωρου τοκετού ή αποβολής σε προηγούμενη κύησή τους (ένα τέτοιο ιστορικό προδιαθέτει σε επανάληψη του συμβάντος και στην παρούσα κύηση). 

   Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η πρόληψη του πρόωρου τοκετού έχει καλό αποτέλεσμα, δηλαδή είτε να αποφύγουμε εντελώς τον πρόωρο τοκετό και να ολοκληρώσει η κύηση τις εβδομάδες της, είτε να κερδίσουμε έστω κάποιο χρόνο, ημέρες, εβδομάδες, ή και μήνες, για την όσο το δυνατόν καλύτερη πρόγνωση για το νεογνό.

X

Right Click

No right click